- ακρατίζω
- ἀκρατίζω (Α)1. πίνω άκρατο, ανέρωτο κρασί2. (-ω, -ομαι) προγευματίζω (επειδή συνήθως το πρόγευμα ήταν ψωμί βουτηγμένο σε κρασί)3. προσφέρω πρόγευμα σε κάποιον4. δίνω πνευματική τροφή-ομαιγεύομαι, παίρνω πνευματική τροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος.ΠΑΡ. ἀκράτισμα, αρχ.-μσν. ἀκρατισμός].
Dictionary of Greek. 2013.