ακρατίζω

ακρατίζω
ἀκρατίζω (Α)
1. πίνω άκρατο, ανέρωτο κρασί
2. (-ω, -ομαι) προγευματίζω (επειδή συνήθως το πρόγευμα ήταν ψωμί βουτηγμένο σε κρασί)
3. προσφέρω πρόγευμα σε κάποιον
4. δίνω πνευματική τροφή
-ομαι
γεύομαι, παίρνω πνευματική τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος.
ΠΑΡ. ἀκράτισμα, αρχ.-μσν. ἀκρατισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άκρατος — (1ος αι. μ.Χ.). Απελεύθερος του Νέρωνα. Το 66 μ.Χ. ο αυτοκράτορας τον έστειλε στη Μικρά Ασία για να συλλέψει αναθήματα και να τα μεταφέρει στη Ρώμη. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο Α. συνάντησε μεγάλη αντίσταση από τους κατοίκους της Περγάμου και ο Δίων …   Dictionary of Greek

  • ακράτισμα — το (Α ἀκράτισμα) [ἀκρατίζω ή ομαι] πρόγευμα …   Dictionary of Greek

  • ακρατισμός — ἀκρατισμός, ο (AM) [ἀκρατίζω ομαι] το να προγευματίζει κάποιος μσν. το να τρώει κανείς το γεύμα του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”